μπούσουλας

μπούσουλας
ο (Μ μπούσουλας): ναυτική πυξίδα
νεοελλ.
φρ. α) «πάω με τον μπούσουλα» — ενεργώ με περίσκεψη
β) «χάνω τον μπούσουλα» — πέφτω σε πλήρη σύγχυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bussola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπούσουλας — ο (λ. ιταλ.) 1. (ναυτ.), ναυτική πυξίδα. 2. φρ., «Χάνω τον μπούσουλα», βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνήτις — μαγνῆτις, ἡ (ΑM) [Μάγνης] μσν. φρ. «μαγνῆτις λίθος»,η, και «μαγνῆτις πέτρα» ή, απλώς, «μαγνῆτις» πυξίδα, μπούσουλας αρχ. 1. η κάτοικος τής Μαγνησίας ή η προερχόμενη ή καταγόμενη από τη Μαγνησία («Μαγνήτις ίππος», Πίνδ.) 2. φρ. «μαγνήτις λίθος» ή …   Dictionary of Greek

  • μπουσουλώ — άω (κυρίως για τα βρέφη) μετακινούμαι χρησιμοποιώντας και τα χέρια και τα πόδια, πάω με τα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μπούσουλας. Κατ άλλη άποψη, η λ. προήλθε από τη ρουμ. επιρρμ. φράση de a buşilea «με τα τέσσερα»] …   Dictionary of Greek

  • μπούσουλος — και πούσουλος, ὁ (Μ) ναυτική πυξίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπούσουλας, κατά τα πολλά ουσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • πούσουλας — ο, Ν ναυτική πυξίδα, ο μπούσουλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bussola] …   Dictionary of Greek

  • πυξίδα — η 1. θήκη από ξύλο πυξαριού, αλλ. κουτί. 2. η θήκη της μαγνητικής βελόνης ή και τα δυο μαζί ως ενιαίο όργανο, αλλ. μπούσουλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”